τερατοτόκος

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 1093] eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοτόκος: ἡ, ἡ τέρας τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.