ἀπερίδρακτος

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.