ἀπερίδρακτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.
ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.