ον,
A heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.
[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.
διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.