δολομήχανος
English (LSJ)
ον,
A contriving wiles, Ἄρης Simon.43 (codd. of Sch.A.R.), Theoc.30.25.
German (Pape)
[Seite 655] von schlauen Künsten, Ränken voll; Simonid. bei Schol. Ap. Rh. 3, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δολομήχᾰνος: -ον, μηχανώμενος δόλια τεχνάσματα, Ἄρης Σιμων. 53, πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1140. 1.