κλεῖτος
English (LSJ)
(A), εος, τό, poet. for κλέος, Alcm.96, cf. Hsch.
A s.v. κλειτή; κλῆτος, Suid.
κλεῖτος (B), εος, τό, = sq., pl.
A κλείτεα A.R.1.599 cod. Laur. (v.l. κλίτεα): elsewh. κλίτος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1448] τό, Ruhm, Alcm. fr. 85 Bergk.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖτος: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλέος, Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.