ες,
A full of recesses, cavernous, E.Ion494 (lyr.).
[Seite 224] ες, winkelartig, verborgene Winkel od. Räume habend, Eur. Ion 494, nach Conj.
μῠχώδης: -ες, πλήρης μυχῶν ἢ χασμάτων, πλήρης κοιλωμάτων, Εὐρ. Ἴων 494.