ον,
A unwrought, not carved, σανίς Call.Fr.105.
[Seite 271] nicht geglättet, unpolirt, VLL. ἄτμητος.
ἄξοος: -ον, = ἄξεστος, Ἡσύχ., ἴδε Βεντλ. Καλλ. Ἀποσπ. 105.