περιδείδω
German (Pape)
[Seite 572] (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.
Greek (Liddell-Scott)
περιδείδω: μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι περί τινος, μετὰ γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· μετὰ δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, Ἀθήνη πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., μεγάλως φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.