στεγνωτικός

Revision as of 09:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A making costive, astringent, Dsc.1.115; σ. κοιλίας ibid., cf. Meges ap.Orib.44.24.9.

German (Pape)

[Seite 932] zum Verdichten, Verstopfen gehörig, geschickt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν δυσκοιλιότητα, στυπτικός, Διοσκ. 1. 160· στ. κοιλίας ὁ αὐτ. 1. 164.