ες,
A = δολιχός, long, Nic.Th.183, Opp.C.1.408.
[Seite 654] ες, lang gefügt, lang; ὀδόντες Nic. Th. 183; ἱστοί Opp. Hal. 1, 408; αἰγανέα 2, 497.
δολῐχήρης: -ες, = δολιχός, μακρός, Νίκ. Θ. 183, Ὀππ. Κ. 1. 408.