ἐξαιχμαλωτίζω
German (Pape)
[Seite 865] zum Gefangenen machen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιχμᾰλωτίζω: αἰχμαλωτίζω, Ἰω. Χρυσ. Ι. 698D, Νικήτ. Χρον. 51C.
[Seite 865] zum Gefangenen machen, Sp.
ἐξαιχμᾰλωτίζω: αἰχμαλωτίζω, Ἰω. Χρυσ. Ι. 698D, Νικήτ. Χρον. 51C.