ἀμμόγειος
English (LSJ)
α, ον,
A in sandy soil, ἀγκυροβόλια Peripl.M.Rubr.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόγειος: -ον, ὁ ἔχων ἀμμώδη γῆν, ἀμμ. ἀγκυροβόλια Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 24.
α, ον,
A in sandy soil, ἀγκυροβόλια Peripl.M.Rubr.24.
ἀμμόγειος: -ον, ὁ ἔχων ἀμμώδη γῆν, ἀμμ. ἀγκυροβόλια Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 24.