φιλαναλωτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fond of spending, prodigal, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R.548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.