προαποθνήσκω
English (LSJ)
A die before or first, Hdt.2.1, App. Mith.117; π. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς die before old age, Antipho 4.1.2; of a coward, π. ὑπὸ τοῦ φόβου, i.e. before his time, X.Cyr.3.1.25; π. τῷ δέει Ph.2.68; π. πρὶν ἐντὸς βέλους γενέσθαι Luc.Anach.25. II die on behalf or in defence of, ὑπὲρ τῆς βασιλείας Pl.Smp.208d; τῶν τέκνων Arist.EE1235a34; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200.
German (Pape)
[Seite 708] (s. θνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προαποθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι, ἀποθνήσκω πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, ἀποθνήσκω πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.