ἀδηλοποιέω
English (LSJ)
A make unseen, Sm.Jb.9.5, Ps.-Alex.Aphr.in SE124.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλοποιέω: καθίστημί τινα ἀόρατον, Σύμμ. Ἰώβ, θ΄. 5.
A make unseen, Sm.Jb.9.5, Ps.-Alex.Aphr.in SE124.3.
ἀδηλοποιέω: καθίστημί τινα ἀόρατον, Σύμμ. Ἰώβ, θ΄. 5.