συνυπουργέω
English (LSJ)
A join in serving, co-operate with, τινι Hp.Art.58, cf. 2 Ep.Cor.1.11, Luc.Bis Acc.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπουργέω: συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.
A join in serving, co-operate with, τινι Hp.Art.58, cf. 2 Ep.Cor.1.11, Luc.Bis Acc.17.
συνυπουργέω: συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.