ή, όν, (βόλος)
A to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.
[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.
βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.