ον,
A greyhaired, Q.S.14.14.
[Seite 655] mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.
πολιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς κόμης πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68.