γωνίωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, name for a pulse, coined by Archig. ap. Gal.9.324.
Greek (Liddell-Scott)
γωνίωσις: -εως, ἡ, καμπὴ ἐν σχήματι γωνίας, «καμπὴ οὐχ ὡς κύκλου περιφέρεια, ἀλλ’ ὡς τριγώνου κορυφὴ» Γαλην. 8, 275.
εως, ἡ, name for a pulse, coined by Archig. ap. Gal.9.324.
γωνίωσις: -εως, ἡ, καμπὴ ἐν σχήματι γωνίας, «καμπὴ οὐχ ὡς κύκλου περιφέρεια, ἀλλ’ ὡς τριγώνου κορυφὴ» Γαλην. 8, 275.