ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.
[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.