[ᾰ], ον,
A loud-braying, ὄνος Hsch.
[Seite 108] Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.
μεγάμῡκος: -ον, ὁ μεγάλως, ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.