εως, ἡ,
A = ὀχεία, κυνός J.AJ4.8.9, cf. Plu.Fr.13.7 (= Sch. Arat.1070).
[Seite 429] ἡ, das Bespringen, Sp.
ὄχευσις: -εως, ἡ, ὀχεία, σαρκικὴ μῖξις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γενεσίου.