ἐναποικοδομέω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A enclose by a wall, τινά Polyaen.8.51.

German (Pape)

[Seite 828] darin verbauen, einmauern, Polyaen. 8, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποικοδομέω: περικλείω τινὰ διὰ τοίχου, καὶ τὸν προδότην (Παυσανίαν) ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Πολύαιν. 8. 51.