ἐνσπείρω

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

Ep. ἐνισπ-,

   A sow in, ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c; ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27.

German (Pape)

[Seite 852] ep. ἐνισπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos, ὀδόντας ἐνισπείρας πεδίοισι, Ap. Rh. 3, 1184; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet, Xen. Cyr. 5, 2, 30; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπείρω: σπείρω ἔν τινι τόπῳ, ὀδόντας πεδίῳ ἐνσπεῖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1185. - Παθ., μεταφ. διαδίδομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ φημῶν, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 2. 30.