συγκορύφωσις

Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

εως, ἡ,= συγκεφαλαίωσις, ib.25.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, = συγκεφαλαίωσις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκορύφωσις: ἡ, = συγκεφαλαίωσις. Θεολογ. Ἀριθμ. σ. 25.