ατος, τό,
A crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.
τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.