τρομώδης

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ες,

   A trembling, quivering, τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20; πυρετοί Id.Fract. 11. Adv. -δῶς Gal.7.69, Steph. in Hp. 1.99D.

Greek (Liddell-Scott)

τρομώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.