ἐκτίλλω

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut.

   A ἐκτῐλῶ Hsch. s.v. ἐκποκιῶ: aor. inf. ἐκτῖλαι· ἐκτινάξαι, Id.:—Pass., fut. ἐκτῐλήσομαι LXXSi.40.16: aor. 2 ἐξετίλην [ῐ] Dsc.Eup.1.52, Thd.Da.7.4:—pluck out, τρίχας Arist.HA603b22; πτερόν ib.519a27 (Pass.); of a person, κόμην ἐκτετιλμένος Anacr.21.11.    II pluck, strip bare, τὴν τράμιν Hippon.84; τὴν ῥοδωνιάν D. 53.16.    2 strip the leaves off, ὀρίγανον, κρόμμυον, Arist.Mir.831a30, Pr.924a32. -τιλτέον, one must pluck out, τὰς τρίχας Aët.9.8.

German (Pape)

[Seite 781] ausrupfen, Haare, Arist. H. A. 3, 11, wie ἐκτετιλμένος πώγωνα Anacr. 66, 9; ausreißen, τὴν ῥοδωνιάν Dem. 53, 16; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτίλλω: μέλλ. -τῐλῶ, μαδῶ, τρίχας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, κ. ἀλλ.· πτερὸν αὐτόθι 3. 12, 5: - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπου, κόμην ἐκτετιλμένος Ἀνακρ. 19. ΙΙ. μαδῶ, γυμνώνω, τὴν τράμην Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 81· τὴν ῥοδωνιὰν Δημ. 1251. 28. 2) ἀφαιρῶ τὰ φύλλα ἀπό τινος, ὀρίγανον, κρόμμυον Ἀριστ. π. Θαυμ. 41, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 7.