ἀμνησικακία
English (LSJ)
ἡ,
A forgivingness, LXX3 Ma.3.21.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, das Vergessen erlittenen Unrechts, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνησικᾰκία: ἡ, συγχώρησις, Ἑβδ. (Μακκ. Γϳ, γϳ, 21), Κλήμ. Ἀλ. 474: «ἀμνησικακία, τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι» Ἡσύχ.