παρθενεύω

Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A bring up as a maid, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637 ; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows grey in maidenhood, Id.Hel.283.    2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.