ές,
A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.
λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.