κλῃδουχέω

Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

κλῃδοῦχος, old Att. for κλειδ- (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1450] die Schlüssel halten, führen, als Aufseher od. Priester; σὲ δ' ἀμφὶ σεμνὰς κλίμακας Βραυρωνίας δεῖ τῆσδε κλῃδουχεῖν θεᾶς Eur. I. T. 1463; übh. bewachen, γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι Herc. Fur. 1283, wo Herm. κηλιδούμενοι vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

κλῃδουχέω: κλῃδοῦχος, ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ κλειδ-.