τό, Dim. of δρᾶμα, Plu.Dem.4;
A δ. σατυρικόν Ath.13.595e.
[Seite 665] τό, dim. zu δρᾶμα, ein kleines Schauspiel, Plut. Dem. 4.
δρᾱμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δρᾶμα, Πλούτ. Δημοσθ. 4.