φιλητέον
English (LSJ)
A one must love, S.Ant.524, Arist.EN1165b14.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φιλῶ, δεῖ φιλεῖν, Σοφ. Ἀντιγ. 524, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 3, 3.
A one must love, S.Ant.524, Arist.EN1165b14.
φῐλητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φιλῶ, δεῖ φιλεῖν, Σοφ. Ἀντιγ. 524, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 3, 3.