ον,
A = ὀλίγαιμος, Alex.Aphr.Pr.1.103.
[Seite 320] = ὀλίγαιμος, Sp.
ὀλῐγόαιμος: -ον, = ὀλίγαιμος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 103.