κάταντλος
English (LSJ)
ον,
A = ὑπέραντλος, Poll.1.113.
German (Pape)
[Seite 1366] = ὑπέραντλος, σκάφος Poll. 1, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κάταντλος: -ον, = ὑπέραντλος, κ. σκάφος, πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.
ον,
A = ὑπέραντλος, Poll.1.113.
[Seite 1366] = ὑπέραντλος, σκάφος Poll. 1, 113.
κάταντλος: -ον, = ὑπέραντλος, κ. σκάφος, πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.