σύγκλινος

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.