τειχοποιΐα

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

German (Pape)

[Seite 1081] ἡ, das Machen, Bauen, Errichten der Mauern; – das Amt des τειχοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοποιΐα: ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.