α, ον,
A v.l. for σκοταῖος in Poll.1.69.
[Seite 905] = σκοταῖος, Lob. Phryn. p. 552.
σκοτιαῖος: -α, -ον, τύπος ἰσοδύναμ. τῷ σκοταῖος, Ἱππ. 595. 24, Πολυδ. Α΄, 69· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.