καμάρωμα
English (LSJ)
[μᾰρ], ατος, τό,
A vault, arch, Str.16.1.5, Gal.10.449.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμάρωμα: τὸ, θόλος, ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.
[μᾰρ], ατος, τό,
A vault, arch, Str.16.1.5, Gal.10.449.
[Seite 1316] τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.
κᾰμάρωμα: τὸ, θόλος, ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.