μελανουρίς
English (LSJ)
ίδος, pecul. fem. of sq., AP6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 120] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, vom Fische, Phani. 7 (VI, 304).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνουρίς: -ίδος, θηλ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 304.
ίδος, pecul. fem. of sq., AP6.304 (Phan.).
[Seite 120] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, vom Fische, Phani. 7 (VI, 304).
μελᾰνουρίς: -ίδος, θηλ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 304.