ἰάτρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,= ἰατρεία, Pl.R.357c, Arist.Ph.193b14,al.
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, das Heilen; Plat. Rep. II, 357 a; Arist. Eth. End. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάτρευσις: -εως, ἡ, = ἰατρεία, Πλάτ. Πολ. 357C, Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ.