ὀξάλειος

Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A sourish, συκαῖ Apollod.Car.25.3.

German (Pape)

[Seite 351] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξάλειος: -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· εἶδος σύκων».