διακυρίττομαι
German (Pape)
[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.