A bruise or crush all round, Plu.2.341a (Pass.), Sor.1.118 (Pass.), Gal.18(1).640.
[Seite 577] (s. θλάω), rings herum quetschen, Medic. u. Plut.
περιθλάω: συντρίβω ὁλόγυρα, κατασυντρίβω, Πλούτ. 2.341Α, Γαλην.