βασιλευτός

Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ή, όν,

   A suited for monarchical rule, Arist.Pol.1288a8.

German (Pape)

[Seite 437] von Königen beherrscht, γένος ἀνθρώπων, beherrschbar, Arist. Pol. 3, 17.

Greek (Liddell-Scott)

βασιλευτός: ή όν, ῥηματ. ἐπίθ., κατάλληλος διὰ βασιλικὴν κυβέρνησιν, Ἀριστ. Πολ. 3. 17, 1 (διάφ. γραφ. βασιλικόν).