ἀπότριμμα

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is rubbed off, ἀκόνης Ναξίας emery powder, Dsc. 5.149, Critoap.Gal.12.447.

German (Pape)

[Seite 332] τό, das Abgeriebene, zw. Bei Ath. VII, 295 d steht jetzt ὑπότριμμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότριμμα: τό, τὸ ἀποτριφθὲν, ἀκόνης Ναξίας τὸ ἀπότριμμα τοῦ πρὸς αὐτὴν ἀκονηθέντος σιδήρου Διοσκ. 5. 167 (168).