ον,
A made of wool only, all wool, ἱμάτιον Com.Adesp.854.
αὐτόποκος: -ον, ὁ ἐξ ἁπλοῦ ἐρίου κατεσκευασμένος, «ἣν συρίαν οἱ πολλοὶ ταύτην αὐτόποκον ἱμάτιον οἱ κωμικοὶ» Πολυδ. Ζ΄, 61. (Κωμ. Ἀνώνυμ. 322).