ον,
A lacking wood: metaph., defective, feeble, πίστις Emp.71.1, cf. 21.2.
[Seite 52] f. L, für λιποζύγων bei Empedocl. 69.
λῐπόξῠλος: -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, ἐλλιπής, ἀδύνατος.