πρόποσις

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ, (πίνω)

   A drinking before or to one, προπόσεις πίνειν drink healths, Alex.49; πιὼν . . προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Antiph. 82; π. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν, Critias Fr.6.3,7 D., al.; λαμβάνειν Plb.30.26.6, cf. AP5.133 (Posidipp.); προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ath. 10.432d; δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς π. J.AJ6.14.6, cf. Alciphr.Fr.6.18.    2 drink itself, Simon.167.6; Βρομίου νεκτάρεαι π. BMus.Inscr.1036 (Caria).    3 drinking before food, ὕδατος ἢ οἴνου Aret. CD1.3 (pl.); sg., Aët.9.26.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, Vortrunk; προπόσεις λαμβάνειν, Pol. 31, 4, 6; Antiphan. 2 (X, 100), Plut. u. a. Sp.; auch das Zutrinken, das Trinkgekag, Alex. bei Ath. XIV, 663 c.

Greek (Liddell-Scott)

πρόποσις: -εως, ἡ, (πίνω) τὸ πίνειν πρότερον ἢ εἰς τιμήν τινος, προπόσεις πίνειν, πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 5· πιών... προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1· πρ. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν Κριτίας 2· λαμβάνειν Πολύβ. 31. 4, 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 134· προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ἀθήν. 432D· δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς πρ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 6. 2) αὐτὸ τὸ ποτόν, Σιμωνίδ. 170, Λυσί. Ἀποσπ. 5 Reiske. ― Πρβλ. προπίνω.